- βραχυκύκλωση
- ηη αποκατάσταση σύνδεσης βραχυκυκλώματος στους ακροδέκτες συσκευής ή στα στοιχεία κυκλώματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχυκυκλώνω — [βραχυκύκλωμα] 1. θέτω σε βραχυκύκλωση, δηλαδή αποκαθιστώ σύνδεση βραχυκυκλώματος σ ένα ηλεκτρικό κύκλωμα 2. παγιδεύω κάποιον περιορίζοντας την ελευθερία κινήσεων ή ενεργειών του … Dictionary of Greek
ηλεκτρεγερτική δύναμη — Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού… … Dictionary of Greek